γονατίς

γονατίς
η
βλ. γονατίδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γονατίδα — η (Α γονατίς) [γόνυ] κόμπος καλαμιού και άλλων φυτών …   Dictionary of Greek

  • περιγονατίς — ίδος, ἡ, Α στον πληθ. αἱ περιγονατίδες οι επιγονατίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γονατίς (< γόνυ, ατος + επίθημα ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”